- φόρτωση
- [-ις (-εως)] η1) погрузка; 2) навьючивание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φόρτωση — η, Ν τοποθέτηση φορτίου σε μεταφορικό μέσο ή σε μεταγωγικό ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φορτώνω. Η λ., στον λόγιο τ. φόρτωσις, μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών] … Dictionary of Greek
φόρτωση — η φόρτωμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φορτώσῃ — φορτόω load aor subj mid 2nd sg φορτόω load aor subj act 3rd sg φορτόω load fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… … Dictionary of Greek
φορτωτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή που αναφέρεται στη φόρτωση 2. το θηλ. ως ουσ. η φορτωτική έγγραφο που αποδεικνύει τη φόρτωση και μεταφορά εμπορευμάτων και περιέχει λεπτομερή κατάσταση τού συνόλου τους 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φορτωτικά η… … Dictionary of Greek
μεταφόρτωση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταφορτώνω, η εκ νέου φόρτωση, η φόρτωση σε άλλο μεταφορικό μέσο 2. (οικον. συγκ.) μεταφορά φορτίου από ένα μεταφορικό μέσο σε άλλο, τού ίδιου ή διαφορετικού τύπου ή είδους, όπως από φορτηγό αυτοκίνητο σε… … Dictionary of Greek
σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek
τηλεφόρτωση — η, Ν (πληροφ.) η από απόσταση φόρτωση ενός προγράμματος σε ένα πληροφορικό σύστημα επεξεργασίας, λ.χ. σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, με τη βοήθεια ενός τερματικού ή ενός άλλου ηλεκτρονικού υπολογιστή μέσω τηλεφωνικών ή άλλων αντίστοιχων γραμμών … Dictionary of Greek
αεροδρόμιο ή αερολιμένας — Συγκρότημα κτιρίων και υπηρεσιών που σχετίζονται με την αναχώρηση, άφιξη και συντήρηση αεροπλάνων καθώς και με την εκτέλεση όλων των λειτουργιών που συνδέονται με την εναέρια διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Στα τελευταία χρόνια, με την… … Dictionary of Greek
φορτωτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φόρτωση. 2. το θηλ. ως ουσ., φορτωτική (βλ. λ.). 3. ο πληθ. του ουδ., φορτωτικά τα έξοδα για τη φόρτωση των εμπορευμάτων, η αμοιβή των φορτωτών, των εργατών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμπρυμνος — και έμπρυμος, η, ο 1. (για πλοίο) αυτό που από ελαττωματική φόρτωση παρουσιάζει μεγαλύτερο βύθισμα προς το μέρος τής πρύμνης από το κανονικό 2. (για ιστό) αυτός που γέρνει προς την πρύμνη … Dictionary of Greek